- εύτροφος
- εὔτροφος, -ον (ΑΜ)αυτός που τρέφει καλά, ο θρεπτικός, ο υγιεινόςμσν.(για ποταμό) αυτός που χαρίζει ευφορία, ο γονιμοποιόςαρχ.1. (για παιδιά) καλοθρεμμένος2. (για νόσους) αυτός που επιτείνεται, που επεκτείνεται3. (για δέντρα) ακμαίος, θαλερός, εύρωστος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -τροφος (< τρέφω)].
Dictionary of Greek. 2013.